ικμώ

ικμώ
ἰκμῶ, -άω (Α)
1. λικμώ, αλωνίζω τα στάχια
2. χτυπώ, τραυματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανικμώ — ἀνικμῶ ( άω) (Α) [ικμώ] λιχνίζω, διυλίζω, φιλτράρω …   Dictionary of Greek

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • τσίκνα — και τζίκνα, η, Ν 1. οσμή που προέρχεται από καμένο φαγητό και, ιδίως, κρέας 2. οσμή ψημένου κρέατος 3. οσμή καμένων τριχών και ιδίως καψαλισμένου κεφαλιού σφαγίου 4. οσμή ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κνῖσα, μέσω ενός τ. *κνίτσα με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”